θόρυβος

θόρυβος
ο
1) шум, грохот;

εκκωφαντικός θόρυβος — оглушительный шум;

θόρυβος φωνών — шум голосов;

θόρυβος των δρόμων ( — или οδών) — уличный шум;

οι θόρυβοι θεατρικής παράστασης — шумовое оформление спектакля;

κάνω θόρυβο — шуметь, поднимать шум; — наделать шуму;

προκαλώ μεγάλο θόρυβο перен. — нашуметь, наделать шуму; — приобретать шумную известность;

δημιουργώ θόρυβο γιά... — создавать шум вокруг чего-л.;

2) суматоха; шумиха;

ξεσηκώνω θόρυβο — поднять шумиху;

§ πολύς θόρυβος γιά το τίποτε — много шума из ничего


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θόρυβος" в других словарях:

  • θόρυβος — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»